πολυγένεση

πολυγένεση
η, Ν
1. η πολυγενεσία
2. ανθρωπολ. θεωρία σύμφωνα με την οποία οι διάφορες ανθρώπινες φυλές προέρχονται από περισσότερους τού ενός αρχικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polygenesis < πολυ-* + γένεσις / γένεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυγενεσία — και πολυγένεση, η, Ν (λαογρ.) η παρουσία σε όλα σχεδόν τα σημεία τού κόσμου παραμυθιών και υποκείμενων σε αυτά πίστεων και συνηθειών, που εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους, η οποία αποδίδεται στην κοινή φύση τών ανθρώπων και τών λαών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”